κοκκιωμάτωση

κοκκιωμάτωση
η
ιατρ. κάθε πάθηση που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση, μερικές φορές γενικευμένη, πολλαπλών κοκκιωμάτων, με τάση, κατά τόπους, για επούλωση και αποκατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. granulomatosis. Η λ. είναι απόδοση ως προς το θέμα (granuloma: κοκκίωμα) και αντιδάνεια ως προς την κατάληξή της (osis < λατ. -osis < -ωσις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοκκιωμάτωση Βέγκενερ — Σπάνια νόσος, άγνωστης αιτιολογίας. Κατά την επίδραση της νόσου στον οργανισμό αναπτύσσονται κοκκιώματα, που σχετίζονται με περιοχές επίμονης φλεγμονής ιστού στις ρινικές κοιλότητες, στους πνεύμονες και στους νεφρούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”